Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

FRED BOISSONNAS, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ



Frederic Boissonnas (1858-1946)

O Φιλέλληνας Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και για περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιο Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.
    Η οικογένεια των Boissonnas κατάγεται από τη νότια Γαλλία, από το Livron, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία. Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.[i]
    Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του , όμως, ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη – που την κληρονόμησαν οι γιοι του- ήταν η αιτία που, αργότερα, άνοιξε στούντιο στη Γενεύη.

    Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18-6-1858. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Henri-Antoine και της Sophie, (Fred, Edmond-Victor, Caroline, Eva).[ii] Πολύπλευρο ταλέντο, ο Fred κατάφερνε να συνδυάζει τα σπορ – ο αλπινισμός ήταν η μεγάλη του αγάπη- με τις σπουδές – παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών- και τη μουσική- ήταν θαυμάσιος πιανίστας. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του, πρώτα στη Στουτγάρδη, στο στούντιο του Brandseph, και αργότερα στον Ούγγρο Kohler. Ο τελευταίος επηρέασε αποφασιστικά τον Fred. Ο Fred επέστρεψε από την Ουγγαρία το 1880. Γρήγορα, μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά κέρδισε, πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο.

    Τα επόμενα χρόνια πολλαπλασίασε τις μελέτες του γύρω από το φως. Μελέτησε τον καλπασμό ενός αλόγου, χωρίζοντάς τον σε πολύ μικρά διαστήματα, της τάξης του 1/100 του δευτερολέπτου (αντίστοιχα με τη σχετική μελέτη του Maybridge)[iii]. Ανέλαβε φωτορεπορτάζ, διαφημίσεις κλπ.

    Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 – μαζί με τον Γερμανό Eggler- αγόρασε το ατελιέ του Ιταλού Passeta, στην πλατεία Niefski της Μόσχας. Ο Eggler κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης στο κατάστημα τους. Κυρίες επί των τιμών, δούκες, δούκισσες, βοεβόδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες άρχισαν συρρέουν για ένα πορτρέτο.

    Πριν φύγει για την Αμερική ο Edmond-Victor Boissonnas[iv] είχε ετοιμάσει για τον αδερφό του μερικές μεγάλες φωτογραφικές πλάκες. Είχε καταφέρει να απομονώσει ένα φωτοευαίσθητο υλικό, την εωσίνη, και τη χρησιμοποίησε καθαρή, σε μεγάλες ποσότητες, με θεαματικά αποτελέσματα[v].
Τον ίδιο καιρό ο Fred φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλέ (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου.

Ο Fred Boissonnas στην Ελλάδα
Λίγα χρόνια αργότερα (1902) ο Fred πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σκωτσέζο λόρδο Nappier, που του παράγγειλε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Mont-Blanc». Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nappier έστειλε και 1000 λίρες, ποσό που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…αν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…». Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του νέο τηλεγράφημα με το ίδιο λακωνικό περιεχόμενο. Αυτή τη φορά αποδέχτηκε την πρόταση. Πήρε μαζί του το φίλο του Daniel Baud-Bovy[vi], πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών, και - μαζί με τις συζύγους τους- αναχώρησε για την Ελλάδα.

Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού. Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί.

    Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού. Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του.

    Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, ο Fred φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους. Πέρασαν από την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, το Άργος, την Τρίπολη, τη Σπάρτη.

Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Fred σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας.[vii] Με διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία).

    Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας. (Δυστυχώς η πρωτοποριακή αυτή πρόταση δεν έγινε δεκτή παρά αργότερα όπως θα δούμε παρακάτω για την περίπτωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας)[viii].

Τον Οκτώβριο του 1907 ο Fred, γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη. Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του[ix]: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος .

    Αργότερα, ανεβασμένος στην κορυφή μιας σκάλας 12 μ. που είχε παραγγείλει σε ένα ντόπιο ξυλουργό, φωτογράφισε την ζωφόρο του Παρθενώνα. Κάποιοι θεώρησαν βλασφημία αυτή τη φωτογράφηση. Τα γλυπτά, έλεγαν, είχαν φτιαχτεί για να τα βλέπει κανείς από το έδαφος. Όλοι όμως επαίνεσαν τις φωτογραφίες που τράβηξε στον Παρθενώνα μετά από μια δυνατή νεροποντή[x].

Το 1908 ο Fred ταξίδεψε και πάλι στην Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Αίγινα από όπου πέρασαν στην Επίδαυρο, στην Αττική και κατέληξαν στα Μετέωρα. Τον Αύγουστο του 1910 κυκλοφόρησε το λεύκωμα «En Grèce par monts et par vaux» (Στην Ελλάδα μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια), με τις υπογραφές των Fred και Daniel. Παρά το γεγονός ότι ήταν πανάκριβο, το λεύκωμα, σύντομα εξαντλήθηκε. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.

    Ο Daniel έγραψε: «εκεί όπου οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο για ερείπια εμείς ανακαλύψαμε μια φύση και ένα λαό». Από παντού έφθαναν συγχαρητήρια γράμματα. Όλοι, από τον πιο ασήμαντο νεαρό Έλληνα φοιτητή ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έγραφαν για να εκφράσουν το θαυμασμό τους.
    Στο «En Grèce par monts et par vaux», διαβάζουμε για το Ναύπλιο, τη φυλακή και τους δήμιους.
«Στο Ναύπλιο συνυπάρχουν η Δύση (Ιταλία) και η Ανατολή. Οι Βενετοί ονόμαζαν την πόλη Νάπολη της Ρωμανίας. Το κάστρο Ιτς Καλέ που δεσπόζει στο λιμάνι είναι χτισμένο στη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Ο μόλος πάνω στον οποίο βρίσκεται μοιάζει με προέκταση του βράχου του Παλαμηδίου αγκυροβολημένη στη θάλασσα. Το ύψος του βράχου που φαίνεται απ’ όλη την αργολική πεδιάδα ξεπερνάει τα διακόσια μέτρα, πράγμα που δίνει την εντύπωση πως το Παλαμήδι βγαίνει από τη θάλασσα και φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Χίλια σκαλοπάτια πάνω στον βράχο οδηγούν ίσαμε το οχυρό που βρίσκεται στην κορυφή του και είναι διαμορφωμένο σε φυλακή.

    Οι κρατούμενοι περνούν την ημέρα τους όλοι μαζί, στις τοιχισμένες χαμηλές αυλές, όμοιες με γούβες, ενώ οι φρουροί με το τουφέκι τους στον ώμο τους επιβλέπουν από ψηλά. Η πύρα του καλοκαιρινού ήλιου εισβάλει στα πέτρινα αυτά πηγάδια και επιδεινώνει την αφόρητη δυσωδία που βασιλεύει. Οι δυστυχισμένοι που ζουν εκεί δένουν σε μακριά κοντάρια τα μικροαντικείμενα που κατασκευάζουν και τα επιδεικνύουν στους επισκέπτες μέσα από τους άθλιους λάκκους που περνούν τις μέρες τους. Πρόκειται για μικροτεχνήματα από ξύλο ή μέταλλο στα οποία βάζουν όλη τους τη δεξιοτεχνία.

    Στο οχυρό Μιλτιάδης έχουν συγκεντρώσει τους ισοβίτες και τους καταδικασμένους σε θάνατο. Η αυλή του είναι πολύ πιο βαθιά σκαμμένη, τα πρόσωπα που περιφέρονται πιο θλιμμένα και τα χειροτεχνήματα πιο λεπτοδουλεμένα. Από εκεί αγόρασα ένα δαχτυλίδι πάνω στο οποίο ήταν σκαλισμένη η λέξη Ελπίδα και μια ξυλόγλυπτη εικόνα του Ευαγγελισμού η οποία είχε κάτι το αληθινά συγκινητικό!

    Πέντε θανατοποινίτες – μεταξύ των οποίων και ένας Αρκάδας που ξεχώριζε λόγω της κορμοστασιάς του, της ευγενικής φυσιογνωμίας του και του ιδιαίτερα περιποιημένου χτενίσματός του – περίμεναν ήρεμοι και σοβαροί, σαν άλλοι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, την τελευταία ημέρα τους˙ έκαναν υπομονή μέχρι να εμφανισθεί ο δήμιος!

    Στην Ελλάδα, ο δήμιος είναι ο επονείδιστος, ο καταραμένος, αυτός που κουβαλάει πάνω του όλο το μίσος. Πρώην θανατοποινίτης – ο εδώ εκτελεστής – τον οποίο επέλεξαν και έθεσαν ενώπιον του διλήμματος: Ή θα δώσεις ή θα λάβεις θάνατο. Μεταξύ θανάτου και άθλιας ζωής που θα τον καθιστούσε, επιπλέον, αποδέκτη του μίσους και της περιφρόνησης ενός ολόκληρου λαού, επέλεξε να ζήσει.

    Περνά τις μέρες του μέσα στο σιδερόφρακτο κελί του στο Μπούρτζι, στη θλιβερή νησίδα στην είσοδο του λιμανιού. Όταν πρόκειται να εκτελέσουν κάποιον κατάδικο, βγάζουν έξω τον δήμιο νύκτωρ και πάντα με φρουρά, για να μην αποδράσει, και τον συνοδεύουν ως το Παλαμήδι όπου πέφτουν τα κεφάλια˙ είκοσι πέντε περίπου εκτελέσεις γίνονται κάθε χρόνο.

    Κατεβαίνοντας από το κάστρο πήραμε μια βάρκα που μας οδήγησε στη νησίδα χορεύοντας, κυριολεκτικά, πάνω στα κύματα. Ένας λοχίας μας πέρασε μέσα από τα ετοιμόρροπα τειχίσματα του παλαιού οχυρού και μας πήγε μέχρι το κατάλυμα του δημίου. Ήταν ένα κελί χαμηλοτάβανο, καθαρό, με ένα σιδερένιο κρεβάτι και μια λάμπα αναμμένη κάτω από μια εικόνα. Το πρόσωπο του δημίου, με λεπτά χαρακτηριστικά, δεν είχε τίποτα το απάνθρωπο ή το χαμερπές, μόνο μια έκφραση γεμάτη θλίψη και ντροπή που θα μου μείνει αξέχαστη.
Μας πρόσφερε τις καρέκλες που είχε στο κελί του κι εκείνος κάθισε στο πρεβάζι του παραθύρου. Επί οκτώ συνεχή χρόνια εκτελεί (ναι εκτελεί!) το καθήκον του (και τι καθήκον!) και επί οκτώ χρόνια κάνει είκοσι με τριάντα περίπου φορές τον χρόνο τη μοιραία διαδρομή Μπούρτζι – Παλαμήδι». (Η Ελλάδα μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα, 2007).

Τον Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου. Περιόδευσαν στη Σκύρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.

    Το 1912 ο Fred συνόδεψε στο σκάφος «Καληδονία» τον ελληνιστή Victor Berard[xi] στο ταξίδι αναζήτησης της πορείας του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα σ’ όλη τη Μεσόγειο. Η «Καληδονία», πέρασε και από την Πάργα. Οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν τη φωτογράφηση κι έτσι ο Fred αρκέστηκε να τη φωτογραφίσει από τη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά, όταν ελευθερώθηκε η Πάργα, ο Fred πανηγύριζε που θα μπορούσε, επιτέλους, να τη φωτογραφίσει από κοντά.[xii] Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το βιβλίο «Dans le sillage d’ Ulysse», που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1932, με κείμενα του Victor Berard και φωτογραφίες του Fred.

    Τον Ιούνιο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Daniel. Αυτή τη φορά ήρθαν «να περιηγηθούν στο Βορρά», με σκοπό τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, τελικά, στο αίτημα του Fred να χρηματοδοτήσει τη φωτογραφική αποτύπωση των περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, που είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος με τις νίκες στους βαλκανικούς πολέμους[xiii].
    Από αυτή την περιπλάνηση στην Ήπειρο προέκυψε το λεύκωμα «L’ Épire berceau des Grècs» ( Ήπειρος, το λίκνο της Ελλάδας), ενταγμένη στη σειρά «L’ image de la Grècs».
    Με το λεύκωμα γινόταν φανερό πως , παρά τη μακραίωνη δουλεία της, η περιοχή είχε ακατάλυτους δεσμούς με την αρχαία Ελλάδα. Έντονη ήταν η παρουσία και του βυζαντινού παρελθόντος, συνυφασμένου με τη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής. Η παρουσία του ελληνικού στρατού στα πλάνα ήταν διακριτική.

    Τέλος, η έξοχη ιδέα να επιλεγεί για το εξώφυλλο η φωτογραφία της Δωδώνης με τις ιερές βελανιδιές σφράγισε την έκδοση αυτή, που αποτέλεσε τον πιο αυθεντικό εκφραστή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό! Μετά την Ήπειρο, ο Fred και ο Daniel ακολούθησαν τα βήματα του νικηφόρου ελληνικού στρατού και έφτασαν ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φωτογραφίζοντας τις «νέες χώρες» που απελευθερώθηκαν.

    Στις 2 Αυγούστου 1913, με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο, κατέκτησαν την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου το Μύτικα (2918μ.), που μέχρι τότε παρέμενε απάτητη. (Στον Όλυμπο ανέβηκαν άλλες δύο φορές: το 1919 και το 1927.)
    Στις 23 Αυγούστου ο Fred και ο Daniel απέστειλαν μακροσκελή επιστολή στο Γενικό πρόξενο της Ελλάδας στη Γενεύη Πέτρο Καψαμπέλη, στην οποία πρότειναν την ίδρυση εκδοτικού καλλιτεχνικού οίκου για την εκτύπωση εικονογραφικών λευκωμάτων και «…εν γένει επιχείρησιν πάσης καλλιτεχνικής εργασίας, ήτις θα ηδύνατο να αναπαραστήση φωτογραφικώς και καταστήσει γνωστάς τας καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον…»[xiv]

Στις 14 Δεκεμβρίου 1918 υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ του Fred και του υπουργού των Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη για τη διοργάνωση μιας έκθεσης στο Παρίσι με θέμα την Ελλάδα. Το οριστικό συμβόλαιο, που υπογράφτηκε στις 27 Μαρτίου 1919, προέβλεπε την έκδοση μιας σειράς λευκωμάτων (Smyrne, La Thrace, Constantinople και L’ Hellénisme d’ Asie Mineure).[xv] Οι εκδόσεις που θα ακολουθήσουν πιστοποιούν την ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και – ταυτόχρονα – προλειαίνουν το έδαφος και για τα επόμενα βήματα στην πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας».

    Με την αμέριστη αρωγή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος γνώριζε και θαύμαζε το έργο του Fred Boissonnas, ο «προπαγανδιστικός μηχανισμός της εικόνας» έφθασε στο απόγειο του μέσα από εκδόσεις και εκθέσεις.

    Το Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Fred στέλνει στη Σμύρνη τον πρωτότοκο γιο του Edmond να φωτογραφίσει την πόλη για την έκδοση του ομώνυμου λευκώματος. Ο ίδιος, μαζί με τον τρίτο του γιο τον Henri πήγε στη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, να εξασφαλίσει υλικό για την έκδοση των άλλων λευκωμάτων[xvi].

Μέσα στο 1919 κυκλοφόρησαν τα λευκώματα «Smyrne» και «Salonique, la ville des belles églises». Το 1920-21 εκδόθηκαν δύο τόμοι για την εκστρατεία στη Μακεδονία, «La campagne de Macédoine, 1916-17» και «La campagne de Macédoine, 1917-18». Οι εκδόσεις αυτές στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες και σε κάθε σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της εποχής.

    Στις 5 Ιουνίου του 1921 κατέφθασε στη Σμύρνη ο Henri-Paul με σκοπό να καλύψει ως φωτορεπόρτερ την εκστρατεία του ελληνικού στρατού μαζί με τον έμπειρο συνταγματάρχη Fernand Feyler, που θα έγραφε τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Ο Fred είχε καταφέρει να πείσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς το έργο που είχε αναλάβει, και την ομαλή ροή των συμφωνηθέντων ποσών[xvii].

    Η Μικρασιατική Καταστροφή σηματοδότησε την οικονομική κατάρρευση των εκδόσεων Boissonnas. Λίγο μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αγόρασε το ατελιέ Cherry-Rousseau. Στην πελατεία συγκαταλέγονταν εκλεκτά ονόματα της διανόησης και των τεχνών αλλά οι καλές εποχές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.

    Ο ακούραστος Fred όμως, συνέχισε τα ταξίδια με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου. Μαζί με τον μηχανικό Paul Trembley επισκέφτηκε την Αίγυπτο (1929) και τον επόμενο χρόνο το Φθινόπωρο φωτογράφισε το Άγιον Όρος[xviii]. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Le Tourisme en Grèce» με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη δουλειά του στην Ελλάδα και δικά του κείμενα.

    Τα οικονομικά του προβλήματα τον οδήγησαν στην πώληση, ανάμεσα στα άλλα, του ιστορικού ατελιέ της Γενεύης στο Quai de la Poste καθώς και του σπιτιού του. Από δω και στο εξής ο Fred ζούσε με τις οικογένειες των παιδιών του. Η Augusta, η γυναίκα του Fred, δεν άντεξε τον ανεξήγητο θάνατο της κόρης τους Lilette. Έπαθε σοβαρό νευρικό κλονισμό και πέθανε, το 1940. Ο Fred την ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη μικρή του κόρη Daniele.

    Από τα γραπτά των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, που περιγράφουν παράξενα γεγονότα, φαίνεται ότι ο Fred έφτασε στα όρια μεταξύ διαυγούς διάνοιας και τρέλας: πίστευε ότι βρισκόταν σε ένα πορφυρένιο παλάτι, άκουγε παράξενες μουσικές και τραγουδούσε αποσπάσματα από το Μαγεμένο Αυλό…

Λίγοι αγάπησαν την Ελλάδα όσο ο φωτογράφος Φρεντ Μπουασονά (1858-1946). Ο ίδιος έγραφε το 1910: «Αυτός ο λαός, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό της χώρας, ο ψαράς της Αίγινας, ο γεωργός της Αργολίδας, ο βοσκός του Χελμού ή του Παρνασσού, όλος αυτός ο κόσμος έχει τόσο σπινθηροβόλο πνεύμα, τόση καλοσύνη, τόσο πάθος για την ελευθερία, μια τέτοια λατρεία για το παρελθόν του, μια τέτοια προσήλωση στις αρχαίες συνήθειες…».

Και ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί, πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης, ο οποίος συνταξίδεψε με τον Μπουασονά στην Ελλάδα, είχε πει σε μια διάλεξη το 1931: «Στην Ελλάδα, όπου άλλοι δεν πήγαιναν παρά γυρεύοντας ερείπια, εμείς ανακαλύπταμε μια φύση κι έναν λαό. Και από τότε το σχέδιό μας ήταν όχι μόνο να ασχοληθούμε με τη λαμπρότητα των αρχαίων μνημείων αλλά να ξαναζωντανέψουμε τα τοπία που τα περιβάλλουν, τους ανθρώπους που είναι οι καθημερινοί μάρτυρές τους».

Η τρυφερή ματιά του «ξένου» αλλά τόσο παθιασμένου φιλέλληνα, που αγάπησε ανυστερόβουλα τη χώρα μας, μας κάνει σήμερα να εκτιμήσουμε κάθε τι που το παίρνουμε ως δεδομένο στην Ελλάδα. Από την Ακρόπολη μας ως μια «καλημέρα» σε ένα σοκάκι των Κυκλάδων…
Επί 30 χρόνια, όχι μόνο σαν φωτογράφος αλλά και σαν συγγραφέας, εικονογράφος και εκδότης βιβλίων ελληνικής θεματολογίας, αποτέλεσε έναν από τους καλύτερους «πρεσβευτές» μας, αποκαλύπτοντας και προβάλλοντας στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο τοπία και μνημεία λουσμένα στο φως, αλλά και τη ζωηρή καθημερινότητα ενός λαού που ήξερε να διασκεδάζει ακόμη και στις δύσκολες στιγμές του.
Το 1930 πραγματοποίησε το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα και επισκέφθηκε το Αγιον Ορος. Πέθανε στη γενέτειρά του, τη Γενεύη, το 1946

Η φωτογραφική συλλογή του Φρέντερικ Μπουασονά
H φωτογραφική συλλογή του Fred Boissonnas (1858-1946) αποτελεί το ελληνικό τμήμα του φωτογραφικού αρχείου του σπουδαίου Ελβετού φωτογράφου. Έργο δικό του είναι η πρώτη εκτεταταμένη φωτογραφική καταγραφή της ελληνικής επικράτειας για τρεις δεκαετίες και η πρώτη μεθοδική αποτύπωση του ελληνικού φυσικού τοπίου, πέραν των αρχαιολογικών χώρων. Μαζί με το τοπίο, ο Boissonnas ασχολήθηκε επίσης και με τα ήθη και έθιμα της εποχής.

Το έργο του επηρέασε σημαντικά την μεταπολεμική ελληνική φωτογραφία, διανοίγοντας καινούργιους εκφραστικούς δρόμους και θεματογραφικές επιλογές. Η συλλογή παρουσιάζει ιστορικό, κοινωνικό, αισθητικό, λαογραφικό και ευρύτερα ιδεολογικό ενδιαφέρον, συνυφασμένο με τις πολιτικές διεργασίες της εποχής.
Ο Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο συστηματικός φωτογράφος του ελληνικού πολιτιστικού και φυσικού τοπίου, ο «Έλληνας» φωτογράφος των αρχών του 20ού αιώνα. Το έργο του, η καλλιτεχνική και τεκμηριωτική αξία του οποίου σημάδεψε την ιστορία της φωτογραφίας, αποτελεί τον καλύτερο διαφημιστή των ανθρώπων, της φύσης και των μνημείων της τότε Ελλάδας.
Η φωτογραφική συλλογή περιλαμβάνει:
3.467 γυάλινες πλάκες
1.079 ζελατίνες
11.732 εκτυπώσεις
241 διαφάνειες
142 ηλιογκραβούρες
139 φωτογκραβούρες
375 βιβλία
Επιστολές του Ελευθέριου Βενιζέλου
Αντίγραφο του συμβολαίου που είχε συναφθεί με το Ελληνικό Κράτος (27.3.1919)
Αναλυτικό ημερολόγιο των φωτογραφικών λήψεων
Αλληλογραφία του φωτογράφου με την οικογένειά του

Η συλλογή του Fred Boissonnas ανήκει στον Οργανισμό Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού και βρίσκεται, βάσει σχετικής σύμβασης, με παρακαταθήκη στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.

Ο Αυγουστίνος Ζενάκος έγραψε στις 13 Ιανουαρίου 2002 στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής»: «... Εκ των υστέρων άκουσα πολλά για την έκθεση του Μπουασονά. Εκεί σε μια ταβέρνα του Μονοδενδρίου ήταν ένας κύριος - συμπαθέστατος κατά τα άλλα - ο οποίος διαμαρτυρόταν για τον «ξένο» ο οποίος μας έβλεπε σαν ζώα σε ζωολογικό κήπο. Πίστευε ότι ο Μπουασονά είχε απλώς αποτυπώσει ένα γλυκερό φολκλόρ το οποίο φάνταζε ελκυστικό στο ευρωπαϊκό κοινό του. Υστερα ένας συνάδελφος εδώ στην Αθήνα ξεφυλλίζοντας το εξαίρετο λεύκωμα που εξέδωσε το Ριζάρειο Ιδρυμα αναφώνησε: «Πο, πο, δεν μπορώ να τα βλέπω αυτά!.. Χριστέ μου, κοίτα πώς ήμασταν! Κοίτα βρώμα, κοίτα μιζέρια...». Ομολογώ ότι ενοχλήθηκα. Είμαι άραγε ο μόνος που συγκινήθηκα αντικρίζοντας αυτές τις εικόνες; Σίγουρα όχι. Ελπίζω όχι...

Ο συλλογισμός για το κατά πόσον ο «ξένος» μάς έβλεπε σαν ζώα είναι μονοκόμματος και σχηματικός, περιέχει όμως ένα ψήγμα αλήθειας. Πράγματι η ματιά του Μπουασονά είναι κατά τι πατερναλιστική, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς από έναν Ευρωπαίο της εποχής. Η ματιά του όμως έχει και βαθιά αγάπη για τούτον τον τόπο και κυρίως εμπεριέχει την κατανόηση της συνέχειας την οποία διαβλέπει ο Μπουασονά στην ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Πράγμα που με φέρνει στα λόγια του συναδέλφου μου. Όταν αντίκρισα αυτές τις εικόνες δεν ένιωσα καθόλου την παρόρμηση να «ξεχάσω», αντίθετα ένιωσα υπερήφανος. Όχι λόγω κάποιου πατριωτικού παροξυσμού (είμαι ο λιγότερο πατριωτικός τύπος που ξέρω) αλλά γιατί βρίσκω γοητευτικό τον παραλληλισμό τού τότε με το τώρα και θεωρώ το λιγότερο συγκινητικό το γεγονός ότι αυτοί που φαίνονται στις φωτογραφίες του Μπουασονά είναι οι πρόγονοί μου. Βλέπετε, σήμερα μπορώ να μιλώ για πολιτιστική κληρονομιά, να ασκώ κριτική στον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο (σ.σ. τότε υπουργό Πολιτισμού) για τον τρόπο με τον οποίο τη διαχειρίζεται και, εν πάση περιπτώσει, να βασίζω την ύπαρξη και τη ζωή μου στη συνείδηση ότι όλες αυτές οι παμπάλαιες μνήμες μού ανήκουν. Και για να φθάσω εδώ, όπου μιλώ σαν Ευρωπαίος, όπου ονομάζω τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς μου «marketing», όπου γκρινιάζω γιατί τα μουσεία μου δεν έχουν επαρκή κλιματισμό ή πρόσβαση για τους αναπήρους, πέρασα μέσα από αυτούς• αυτούς με τις φουστανέλες και τις μαντίλες, τους βρώμικους, τους κοντούς, τους μαυριδερούς και βλοσυρούς, αυτούς με τα αλύγιστα βλέμματα και την ενδόμυχη υπερηφάνια, οι οποίοι κάπου μέσα στην αμόρφωτη ψυχή τους ήξεραν ότι προέρχονται από στόφα παλιά και δοξασμένη και, σαν τον Μακρυγιάννη, αντίκριζαν τα μάρμαρα και έλεγαν: «Για αυτά πολεμήσαμε».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
    [i] Gad Borel, ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, BOISSONNAS, Ριζάρειο Ίδρυμα Αθήνα 2001 σ. 18.
    [ii] Τα στοιχεία για τη ζωή του F. Boissonnas λήφθηκαν κυρίως από το έργο του NICOLAS BOUVIER, BOISSONNAS UNE DYNASTIE DE PHOTOGRAPHES 1864-1983, PAYOT LAUSANNE 1983.
    [iii] βλ. Άλκης Ξανθάκης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ 1839-1975, ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Αθήνα 1994-99 σ. 59-60.
    [iv] O Edmond Boissonnas πέθανε στην Αμερική από τύφο. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Fred εργάστηκε σκληρά μόνος του αυτή τη φορά, γύρω από τη οπτική και τη χημεία της φωτογραφίας.
    [v] O Edmond Boissonnas δεν ανακάλυψε την εωσίνη. Μερικοί φωτογράφοι τη χρησιμοποιούσαν, ήδη. Η επιτυχία του ήταν ότι τη χρησιμοποίησε σε καθαρή μορφή.
    [vi] Ο Daniel Baud-Bovy ήταν κατά 12 χρόνια νεότερος από το Fred. Γιος ζωγράφου, μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. Είχαν συνεργαστεί με τον Fred στις εκδόσεις: «Οι ζωγράφοι της Γενεύης» και «Το ημερολόγιο της Γενεύης» και τους συνέδεε βαθιά φιλία και κοινή καλλιτεχνική αίσθηση.
    [vii] Βλ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΘΑΣ, ΤΟΠΙΑ και ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του FRED.BOISSONNAS, μια έκδοση του περιοδικού «Συλλογές» Αθήνα χ.χ.
    [viii] βλ. HENRI-PAUL BOISSONNAS Μικρά Ασία 1921,Ειρήνη Μπουντούρη, Η Μικρά Ασία του H.P. Boissonnas, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.
    [ix] Την ίδια εποχή τα μνημεία της Ελλάδας τα φωτογράφιζε και ο συμπατριώτης του Boissonnas αρχαιολόγος Waldemar Deonna, που αργότερα θα συνεργαστεί μαζί του (Δύο Ελβετοί αρχαιολόγοι φωτογραφίζουν την Ελλάδα Waldemar Deonna και Paul Collart 1904-1939, Αθήνα 2001).
    [x] Ο Σπύρος Μελετζής, ακολουθώντας τα βήματα του Fred, μας έδωσε το «δικό του Παρθενώνα» (όπως και τον Όλυμπο και πολλές από τις «αγροτικές» σκηνές). Συνέντευξη στον Μ. Πασιάκο 2002.
    [xi] Διάσημος Γάλλος ελληνιστής, ο οποίος μετέφρασε την «Οδύσσεια» στα γαλλικά.
    [xii] βλ. ημερολόγιο F. Boissonnas.
    [xiii] Το 1913-14 ο Fred έλαβε από τον τότε έλληνα πρέσβη στο Παρίσι και πρώην υπουργό των Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο και το πενιχρό ποσό των 5.000 δρχ. που είχε εγκρίνει το 1907 ο Γεώργιος ο Α΄. βλ. Ειρήνη Μπουντούρη. Η οικογένεια Boissonnas και η «προβολή των ελληνικών θέσεων», Μικρά Ασία ο.π. σ. 35.
    [xiv] Αποκαλυπτική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς, αλλά και των προθέσεων του Fred είναι η επιστολή του Καψαμπέλη προς τον υπουργό των εξωτερικών: «…ότι η επιχείρησις αύτη καλώς οργανουμένη ηδύνατο να αποδώση ημίν ανεκτιμήτους υπηρεσίας από πολιτικής, οικονομικής και πάσης άλλης απόψεως, είνε αναμφισβήτητον. Οι αναλαμβάνοντες ταύτην δεν αποβλέπουσι κυρίως εις αυτήν ως εις κερδοσκοπικήν επιχείρησιν. Αναμφιβόλως δεν ρίπτονται εις αυτήν εξ απλής μόνον αισθηματολογίας αλλά κυρίως επιθυμούσι να συμπληρώσωσιν έργον, εις ό αφιερώθησαν ήδη από 15ετίας…».
    Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Νο 553.
    [xv] Το συμβόλαιο αυτό φυλάσσεται στην Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών. (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Αριθ. Πρωτ. 2907.
    [xvi] …Συγκροτούν το ιδεολογικό και το εικονογραφικό έρεισμα της «προβολής των ελληνικών θέσεων» και το τεκμήριο της ελληνικότητας των περιοχών μέσω της φωτογραφίας και των επιλεγμένων κειμένων…γράφει εύστοχα η Ειρήνη Μπουντούρη ο.π. σ. 37.
    [xvii] Στο σημείο αυτό ο N. Bouvier γράφει λανθασμένα ότι: «…Τα σχέδια τους ακυρώθηκαν από τα γεγονότα: ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία..» Όπως βλέπoυμε όμως το εμπορικό δαιμόνιο του Fred τα είχε καταφέρει για τελευταία φορά, αν και οι καθυστερήσεις των συμφωνηθέντων ποσών από την ελληνική κυβέρνηση ήταν αφόρητες. Στις επιστολές του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Γενεύη προς το υπουργείο του περιγράφεται με μελανά χρώματα η κατάσταση: «…Ευρισκόμεθα δ’ εν δυσχερεστάτη θέσει, διότι ο κ. Boissonnas δεν παύει απευθυνόμενος προς τε το Προξενείον και ημάς, αιτούμενος την ταχίστην αποστολήν της ληξιπροθέσμου απαιτήσεώς του…» 24-12-1921 και «…ευαρεστούμενοι χορηγήση μοι σχετικάς οδηγίας, δυναμένας ίσως να λυτρώσωσι την Βασιλικήν Πρεσβείαν των απαύστων οχλήσεων του αναφερομένου καλλιτέχνου…» 19-6-1922, Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas) .
    [xviii] FRED BOISSONNAS, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1930, κείμενα BETRAND BOUVIÉR, ΑΜΜΟΣ, 1994.

    Πηγές: Αργολική Βιβλιοθήκη, και οι φωτογραφίες από το διαδίκτυο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου