Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ



Παναγή Λεκατσά, Η ΨΥΧΗ, Πρόλογος - ευρετήριο: Χρίστος Αλεξίου. Εκδ. Καστανιώτη. Ο Παναγής Λεκατσάς (1911-1970), «γόνος πτωχής και πολυμελούς οικογενείας», κατά το σημείωμα βιογραφικού στο εξώφυλλο του βιβλίου, «έδειξε από μικρός έφεση για τα Γράμματα, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Αρχαιοελληνική και Ρωμαϊκή Ιστορία. Σπούδασε Νομικά, παρότι η επιστήμη αυτή ποτέ δεν τον συγκίνησε...». Καρπός των ενδιαφερόντων του (μεταξύ των άλλων), μια σειρά δοκιμιακών έργων (Το κάλεσμα της Θεονύμφης, Η Πολιτεία του Ήλιου, Η Μητριαρχία, Το Θείον Βρέφος, Διόνυσος, Η ψυχή), που κείνται στον διακλαδικό χώρο μεταξύ κλασικών σπουδών και εθνολογίας/ θρησκειολογίας.
Ο Λεκατσάς συγκαταλέγεται στους σκαπανείς του χώρου, δημοσιεύοντας, όταν οι επιστήμες αυτές βρίσκονταν υπό διαμόρφωση: γνωρίζει και σχολιάζει το έργο των Frazer, Thomson, Onians, Harrison, Cornford, Snell, Rohde, Evans-Pritchard, Levy Bruhl, Festugiere, κ.ά.. Πώς, στην αιμάσσουσα και ταυτοχρόνως ανεκδιήγητη Ελλάδα της εποχής, άνθησε η περίπτωσή του, από πού βρήκε ο Λεκατσάς το κουράγιο να συνεχίσει -υπήρξαν βέβαια οι φίλοι και η σπουδαία σύντροφός του Εύα Βλάμη- αποτελεί μυστήριο μέγα και παράδοξον. Ο ίδιος αναφέρεται στο «μόχτο, που μ' άλλους όρους σπουδών δε θα στοίχιζε ούτε το χρόνο ούτε τις άλλες θυσίες που στοίχισε», στους «σκληρούς αγώνες των βιβλιογραφικών μαχών». Η καθεστηκυία πνευματική τάξη δεν έστερξε τον Παναγή Λεκατσά, ενώ ο χώρος των εν ιδέαις συντρόφων παρέμεινε άξενος πόντος. Αλλά το έργο παρήχθη: και το φως εν τη σκοτία φέγγει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν.

Δύο οντότητες
Στην «Ψυχή» επιχειρείται η ανίχνευση της διαδρομής της ομώνυμης έννοιας από τα πρώτα της εξελικτικά στάδια μέχρι το θεωρούμενο ώς το πλέον ολοκληρωμένο: την ιδέα με την οποία «η ελληνική φιλοσοφία και η χριστιανική θρησκεία, μας εξοικειώσανε μαζί της». Ο Λεκατσάς υπερτονίζει την ομοιογένεια του τελικού σταδίου, παρόλα αυτά η προσφορά του στην κατανόηση των πρωταρχικών σταδίων είναι ανεκτίμητη. Δείχνει πως εδώ η ενιαία ψυχή είναι απούσα και στη θέση της υπάρχουν δύο επιμέρους οντότητες, οι οποίες επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες: η «ζωτική ψυχή» (η ψυχή του ζωντανού) και η «νεκροψυχή» (η ψυχή του πεθαμένου). Η πρώτη είναι συνώνυμη με τη ζωή και τη ζωτικότητα, καθώς συνιστά ένα είδος ρευστού που διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα παρότι διαθέτει κάποιους προνομιούχους τόπους στους οποίους «πυκνώνει», όπως το αίμα, τον μυελό των οστών, κάποια εσωτερικά όργανα κ.λπ. Η ψυχή αυτή είναι ταυτοχρόνως «απρόσωπη» και «συνειδητή», καθώς εκπροσωπεί το καθολικό ρεύμα της ζωής στο επιμέρους ζωντανό ον, και, συνάμα το κέντρο των συναισθηματικών και πνευματικών λειτουργιών του.

Από την άλλη πλευρά, η «νεκροψυχή» είναι προσωπική (εφόσον διατηρεί τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του νεκρού, αν και σε υποβαθμισμένη και φθαρμένη μορφή), και ταυτοχρόνως «ασύνειδη», αντικατοπτρίζοντας την «αναισθησία και τη ληθαργικότητα του λείψανου». Η τυπική μεταφορά που συνοδεύει την νεκροψυχή είναι αυτή της «εικόνας», του «ομοιώματος» ή της «σκιάς»: η ψυχή του νεκρού είναι ένα υπόλειμμα της συνολικής ψυχής του και ο ίδιος «φάσμα» του εαυτού του. Η ψυχή αυτή είναι παρούσα στο νεκρό σώμα (σε αρκετές γλώσσες οι λέξεις που σημαίνουν τον νεκρό αφορούν και την ψυχή του, όπως το νέκυς) και κινεί τις επιθυμίες του, χωριζόμενη από αυτό μόνο με την πλήρη αποσύνθεση.

«Πνευματική» ψυχή
Ο Λεκατσάς υποδεικνύει ότι η «πνευματική» ψυχή αναδύεται μέσα από προσχώσεις ιδεών και είναι αποτέλεσμα επιλογών από χαρακτηριστικά των δύο αρχαϊκών μορφών, τα οποία σταδιακά ομογενοποιούνται και ευθειάζονται επί το λογικότερον και αφαιρετικότερον. Σε εγγύτερη ματιά, η πνευματική ψυχή αποκαλύπτει τα ιδεολογικά της δάνεια και την εξάρτησή της από τους σκοπούς που υπηρετεί: την παρηγορητική ανάγκη της «ευδαιμονικής επιβίωσης» ή την ανάγκη εξοφλήσεως ανεκπλήρωτων οφειλών κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο συγγραφέας παρατηρεί πως η πνευματική ψυχή είναι στενά συνυφασμένη με τη θεολογία της και υποδεικνύει πως η μετενσάρκωση της ψυχής είναι μια αναλογική Επιφάνεια του θνήσκοντος Θεού στον επίγειο κόσμο. Το πλέον συζητήσιμο σημείο του έργου είναι η απόπειρα αιτιακής εξήγησης του περάσματος στην «πνευματική» ψυχή: η προτεινόμενη απάντηση (ορφισμός) αναιρεί την υπερεθνική εποπτεία της όλης σύλληψης, καθώς αποδίδεται αιτιακός ρόλος μόνο στις «ανακλαδώσεις» του ελληνικού πολιτισμού. Ομως, η δημιουργία δυϊστικών αντιλήψεων δεν αφορά μόνον το ελληνικό σύμπαν ιδεών και η εκκόλαψη της πλήρους, σωτηριολογικής εκδοχής τους λαμβάνει χώρα στην, ιδεολογικά υβριδική, ύστερη αρχαιότητα.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν μειώνουν την αξία του σπουδαίου αυτού έργου που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, σχεδόν σαρανταπέντε χρόνια πριν, και το οποίο έπεσε, όπως σημειώνει ο Χρίστος Αλεξίου, σε μια πνευματική έρημο. Εν γη αβάτω και ερήμω και ανύδρω. Η αθανασία της ψυχής μπορεί να είναι μεγάλο πράγμα όμως δεν συγκρίνεται με το μεγαλείο και την τραγικότητα της δημιουργίας σε ενάντιες συνθήκες, σε μια πατρίδα που εύκολα γίνεται πνευματική σαρκοφάγος.

Το πολικό ψύχος και η αφόρητη δυσοσμία των πτωμάτων το καλοκαίρι, η θλίψη για την απώλεια του συντρόφου, οι εφιάλτες που βασανίζουν τους στρατιώτες μετά τη μάχη, κυρίως όμως η επίδραση που έχει η οριακή αυτή εμπειρία στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι μερικά από τα κυρίαρχα στοιχεία του βιβλίου.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22.07.2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου